Править στα ελληνικά

Μετάφραση: править, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανόνας, αντεπεξέρχομαι, κυβερνώ, αποφασίζω, σκηνοθετώ, διέπω, διορθώνω, διευθύνω, οδηγώ, καθοδηγώ, βασιλεύω, ιθύνω, σωστός, καταφέρνω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Править στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биофизический στα ελληνικά - Βιοφυσική, Βιοφυσικής, βιοφυσικές, Biophysical, βιοφυσικών
  • британец στα ελληνικά - Βρετανός, Βρετανό, Βρετανού, Briton, Βρετανός για
  • возражающий στα ελληνικά - αντιρρησίας, αντιρρησία, του αντιρρησία, ενισταμένου, ενιστάμενος
  • дырокол στα ελληνικά - γρονθοκοπώ, τρυπητής, puncher
Τυχαίες λέξεις
Править στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανόνας, αντεπεξέρχομαι, κυβερνώ, αποφασίζω, σκηνοθετώ, διέπω, διορθώνω, διευθύνω, οδηγώ, καθοδηγώ, βασιλεύω, ιθύνω, σωστός, καταφέρνω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα