Придерживаться στα ελληνικά
Μετάφραση: придерживаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώνω, ακολουθώ, εμμένω, τηρώ, σέβομαι, κρατώ, προσκολλώμαι, αμπάρι, κολλώ, εξέδρα, σεβασμός, παρατηρώ, να τηρούν, τηρούν, συμμορφώνονται με, τηρεί, τηρούν την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белоручка στα ελληνικά - cit, χρηματαποστολών, χρηματαποστολές, των χρηματαποστολών, οίί
- веста στα ελληνικά - εστία, Vesta, βέστα, Εστίας, της Εστίας
- второсортный στα ελληνικά - παρακατιανός, δεύτερον, δεύτερος, υποδεέστερος, κατώτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερης ποιότητας, ...
- действительный στα ελληνικά - φωνή, αληθινός, διαθέσιμος, αγαθός, γερός, καλός, πρακτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Придерживаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώνω, ακολουθώ, εμμένω, τηρώ, σέβομαι, κρατώ, προσκολλώμαι, αμπάρι, κολλώ, εξέδρα, σεβασμός, παρατηρώ, να τηρούν, τηρούν, συμμορφώνονται με, τηρεί, τηρούν την
Μεταφράσεις: χώνω, ακολουθώ, εμμένω, τηρώ, σέβομαι, κρατώ, προσκολλώμαι, αμπάρι, κολλώ, εξέδρα, σεβασμός, παρατηρώ, να τηρούν, τηρούν, συμμορφώνονται με, τηρεί, τηρούν την