Приманка στα ελληνικά
Μετάφραση: приманка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλξη, θέαμα, φυτεύω, δόλωμα, κράχτης, δελεάζω, πειρασμός, εργοστάσιο, φυτό, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесхозяйственность στα ελληνικά - κακοδιαχείριση, κακοδιαχείρισης, κακή διαχείριση, κακής διαχείρισης, της κακοδιαχείρισης
- вертеть στα ελληνικά - περιστρέφω, στροφή, κύλινδρος, βιδώνω, βίδα, περιστρέφομαι, κυλώ, ...
- вклинивать στα ελληνικά - σφήνα, σφήνα στους, βάρη ιδίως, βάρη ιδίως για, βάρη ιδίως για τη
- гранулироваться στα ελληνικά - κόκκων, κοκκώδες, κοκκώδες υλικό, κοκκοποίημα, κοκκώδους
Τυχαίες λέξεις
Приманка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλξη, θέαμα, φυτεύω, δόλωμα, κράχτης, δελεάζω, πειρασμός, εργοστάσιο, φυτό, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
Μεταφράσεις: έλξη, θέαμα, φυτεύω, δόλωμα, κράχτης, δελεάζω, πειρασμός, εργοστάσιο, φυτό, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα