Πειρασμός στα ρωσικά
Μετάφραση: πειρασμός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искушение, обольщение, соблазн, приманка, искушения, искушением, соблазна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειρασμός
πειρασμός τελευταίο επεισόδιο με ελληνικούς υπότιτλους, πειρασμός σολωμός, πειρασμός στο θέατρο ελυζε, πειρασμός συνώνυμα, πειρασμός επεισόδιο 29, πειρασμός λεξικό γλώσσας ρωσικά, πειρασμός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- πειραματίζομαι στα ρωσικά - эксперимент, опыт, экспериментировать, эксперимента, эксперименте
- πειραματικός στα ρωσικά - экспериментальный, пробный, подопытный, экспериментальная, экспериментальное, экспериментальной, экспериментальные
- πειρατής στα ρωσικά - пират, разбойник, грабитель, пиратский, Pirate, пиратом, пирата
- πεισματάρης στα ρωσικά - неуступчивый, ярый, упрямый, упорный, несговорчивый, рьяный, настойчивый, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειρασμός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: искушение, обольщение, соблазн, приманка, искушения, искушением, соблазна
Μεταφράσεις: искушение, обольщение, соблазн, приманка, искушения, искушением, соблазна