Присваивать στα ελληνικά

Μετάφραση: присваивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορίζω, κατάλληλος, σφετερίζομαι, κοσμικός, καταχρώμαι, οικειοποιούμαι, αναθέτω, ξαπλώνω, προσφέρω, συσκέπτομαι, αρπάζω, αποδίδω, τσέπη, χορηγώ, υπεξαιρώ, στρώνω, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε
Присваивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безотрадный στα ελληνικά - θλιβερός, θλιβερό, θλιβερή, θλιβερά, πληκτική
  • выгон στα ελληνικά - σκύβω, στροφή, βοσκότοπος, σιτίζω, γέρνω, λιβάδι, καμπυλώνεται, ...
  • вызывающий στα ελληνικά - αυθάδης, υπερόπτης, χονδροειδής, νοσταλγικός, αναιδής, αλαζόνας, ξετσίπωτος, ...
  • динозавр στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινοσαύρων, δεινόσαυρο, δεινοσαύρου, δεινόσαυρου
Τυχαίες λέξεις
Присваивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορίζω, κατάλληλος, σφετερίζομαι, κοσμικός, καταχρώμαι, οικειοποιούμαι, αναθέτω, ξαπλώνω, προσφέρω, συσκέπτομαι, αρπάζω, αποδίδω, τσέπη, χορηγώ, υπεξαιρώ, στρώνω, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε