Приток στα ελληνικά

Μετάφραση: приток, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμήθεια, ρεύμα, εισροή, παρέχω, παροχή, αφθονία, ρυάκι, εύπορος, χορήγηση, εισροής, εισροές, εισροών, ροή
Приток στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вооруженный στα ελληνικά - ένοπλος, ένοπλες, ενόπλων, ένοπλη, ένοπλων
  • вскипятиться στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, βράζω, βρασμός, Βράζουμε, Βράστε, Βράζουμε τα
  • дегустатор στα ελληνικά - βαγενάς, βαρελάς, γευόμενος, δοκιμαστή, δοκιμαστής, δοκιμαστικά, τον δοκιμαστή
  • диптих στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
Τυχαίες λέξεις
Приток στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμήθεια, ρεύμα, εισροή, παρέχω, παροχή, αφθονία, ρυάκι, εύπορος, χορήγηση, εισροής, εισροές, εισροών, ροή