Происхождение στα ελληνικά
Μετάφραση: происхождение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, προέλευση, γένεση, λίκνο, εξαγωγή, ανατέλλω, θέση, νομισματοκοπείο, οικογένεια, πηγή, αρχή, γέννα, αύξηση, όγκος, παρακρατώ, ράτσα, καταγωγή, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внедряться στα ελληνικά - ρίζα, επεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν
- вывинчиваться στα ελληνικά - έρχομαι, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, αντιμετωπίσει
- глянцевитый στα ελληνικά - γυαλιστερός, άψογος, στιλπνός, γλοιώδης, καλοφτιαγμένος, γυαλιστερό, γυαλιστερή, ...
- горсточка στα ελληνικά - χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
Τυχαίες λέξεις
Происхождение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, προέλευση, γένεση, λίκνο, εξαγωγή, ανατέλλω, θέση, νομισματοκοπείο, οικογένεια, πηγή, αρχή, γέννα, αύξηση, όγκος, παρακρατώ, ράτσα, καταγωγή, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Μεταφράσεις: επενδύω, προέλευση, γένεση, λίκνο, εξαγωγή, ανατέλλω, θέση, νομισματοκοπείο, οικογένεια, πηγή, αρχή, γέννα, αύξηση, όγκος, παρακρατώ, ράτσα, καταγωγή, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως