Проложить στα ελληνικά

Μετάφραση: проложить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαπλώνω, μονοπάτι, χτίζω, ανάστημα, μπόι, κοσμικός, στρώνω, ίχνος, κορμοστασιά, προλειάνει, ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, ανοίξουν
Проложить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вразброс στα ελληνικά - διασκορπισμένα, διάσπαρτα, σκορπισμένα, διασκορπισμένες περίπου, διασκορπισμένες
  • вызывающий στα ελληνικά - αυθάδης, υπερόπτης, χονδροειδής, νοσταλγικός, αναιδής, αλαζόνας, ξετσίπωτος, ...
  • денди στα ελληνικά - δανδής, dandy, δανδή, φιλάρεσκος, πρώτης τάξεως
  • добавляться στα ελληνικά - προστίθεμαι, αυξάνω, προκύπτω, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθενται, προστίθεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Проложить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαπλώνω, μονοπάτι, χτίζω, ανάστημα, μπόι, κοσμικός, στρώνω, ίχνος, κορμοστασιά, προλειάνει, ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, ανοίξουν