Протыкать στα ελληνικά
Μετάφραση: протыкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώχνω, κασμάς, μαζεύω, ροζ, τσιγκλώ, συλλέγω, τρέχω, διατρυπώ, διαπερώ, διαπερνήστε, Pierce, τρυπηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- античный στα ελληνικά - κλασσικός, αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- блеф στα ελληνικά - ευθύς, ντόμπρος, μπλόφα, Bluff, του Bluff, μπλόφας, το Bluff
- гарнитур στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
- дефиниция στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Τυχαίες λέξεις
Протыкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, κασμάς, μαζεύω, ροζ, τσιγκλώ, συλλέγω, τρέχω, διατρυπώ, διαπερώ, διαπερνήστε, Pierce, τρυπηθεί
Μεταφράσεις: σπρώχνω, κασμάς, μαζεύω, ροζ, τσιγκλώ, συλλέγω, τρέχω, διατρυπώ, διαπερώ, διαπερνήστε, Pierce, τρυπηθεί