Разжиреть στα ελληνικά
Μετάφραση: разжиреть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παχουλός, τροφαντός, παχαίνουν, αυξηθεί το λίπος, γίνονται παχιοί, δυναμώνουν σε, παχαίνουν κατατρώγοντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артистический στα ελληνικά - καλλιτεχνικός, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικής, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικές
- буквально στα ελληνικά - κυριολεκτικά, κυριολεξία, στην κυριολεξία, γράμμα, κατά γράμμα
- грейдер στα ελληνικά - γκρέιντερ, δημοτικού, grader, Ισοπεδωτήρες, βαθμολογητής
- джерси στα ελληνικά - φανέλα, Jersey, Τζέρσεϊ, Τζέρσεϋ, Τζέρσι
Τυχαίες λέξεις
Разжиреть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παχουλός, τροφαντός, παχαίνουν, αυξηθεί το λίπος, γίνονται παχιοί, δυναμώνουν σε, παχαίνουν κατατρώγοντας
Μεταφράσεις: παχουλός, τροφαντός, παχαίνουν, αυξηθεί το λίπος, γίνονται παχιοί, δυναμώνουν σε, παχαίνουν κατατρώγοντας