Разлучить στα ελληνικά
Μετάφραση: разлучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, να διαχωριστούν, να διαχωριστεί, να διαχωρίσει, προς διαχωρισμό, για το διαχωρισμό
Μεταφράσεις
- анемия στα ελληνικά - αναιμία, αναιμίας, της αναιμίας, αναιμία του, την αναιμία
- ворованный στα ελληνικά - κλαπεί, κλεμμένων, κλεμμένα, κλεμμένο, κλοπής
- гнаться στα ελληνικά - κυνηγώ, ράτσα, επιδιώκω, παγανίζω, ασκώ, κυνηγητό, καταδίωξη, ...
- догматический στα ελληνικά - κατηγορηματικός, θετικός, δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
Τυχαίες λέξεις
Разлучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, να διαχωριστούν, να διαχωριστεί, να διαχωρίσει, προς διαχωρισμό, για το διαχωρισμό
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, να διαχωριστούν, να διαχωριστεί, να διαχωρίσει, προς διαχωρισμό, για το διαχωρισμό