Раскланиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: раскланиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόμπος, φιόγκος, τόξο, να λάβει, πάρετε, λάβει, λαμβάνει, λαμβάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аппетит στα ελληνικά - φτιάχνω, όρεξη, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, όρεξης, την όρεξη, ...
- безобразить στα ελληνικά - προσβολή, αίσχος, οργή, κατακραυγή, την οργή
- жениться στα ελληνικά - παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
- зависит στα ελληνικά - εξαρτάται, εξαρτάται από, εξαρτώνται, εξαρτάται σε, εξαρτώνται από
Τυχαίες λέξεις
Раскланиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόμπος, φιόγκος, τόξο, να λάβει, πάρετε, λάβει, λαμβάνει, λαμβάνουν
Μεταφράσεις: κόμπος, φιόγκος, τόξο, να λάβει, πάρετε, λάβει, λαμβάνει, λαμβάνουν