Рябить στα ελληνικά

Μετάφραση: рябить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κελαρύζω, αναμαλλιάζω, κυμάτισμα, κυματισμός, σούφρα, ταραχή, ruffle, βολάν, ανακατεύω
Рябить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • базироваться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, να βασίζεται, να βασίζονται, βασίζεται, βασίζονται, ...
  • выздоровление στα ελληνικά - επάνοδος, ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
  • вычерпать στα ελληνικά - εξάτμιση, πέφτω με αλεξίπτωτο, δεματοποίησης, αποβάλλουν την, αποβάλλουν
  • доза στα ελληνικά - κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δοσολογία, βύθισμα, δόση, δόσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Рябить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κελαρύζω, αναμαλλιάζω, κυμάτισμα, κυματισμός, σούφρα, ταραχή, ruffle, βολάν, ανακατεύω