Смешить στα ελληνικά
Μετάφραση: смешить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, να διασκεδάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благодетельница στα ελληνικά - ευεργέτιδα, ευεργέτιδας
- виртуальный στα ελληνικά - εικονική, εικονικό, εικονικές, εικονικής, εικονικά
- дальнозоркость στα ελληνικά - όραση, πρεσβυωπία, υπερμετρωπία, διορατικότητα, farsightedness, το farsightedness
- дрожки στα ελληνικά - droshky
Τυχαίες λέξεις
Смешить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, να διασκεδάσουν
Μεταφράσεις: διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, να διασκεδάσουν