Спорить στα ελληνικά

Μετάφραση: спорить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφωνώ, φιλονικία, συζήτηση, αντιπαράθεση, καυγαδίζω, διένεξη, διεκδικώ, επιχειρηματολογώ, διαφωνία, διαπληκτίζομαι, καυγάς, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Спорить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багряник στα ελληνικά - Ιούδας, Ο Ιούδας, judas, Ιούδα, τον Ιούδα
  • выгрузиться στα ελληνικά - ξεφορτώνω, αδειάζω, αποβιβάζονται, αποβιβασθεί, αποβιβαστούν, αποβιβάζει, αποβιβαστεί
  • девичник στα ελληνικά - κότα, όρνιθα, κότας, ορνίθων, όρνιθας
  • жениться στα ελληνικά - παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
Τυχαίες λέξεις
Спорить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφωνώ, φιλονικία, συζήτηση, αντιπαράθεση, καυγαδίζω, διένεξη, διεκδικώ, επιχειρηματολογώ, διαφωνία, διαπληκτίζομαι, καυγάς, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν