Срамить στα ελληνικά

Μετάφραση: срамить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση
Срамить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вглубь στα ελληνικά - ενδοχώρα, μέσα, βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
  • вместить στα ελληνικά - κρατώ, αμπάρι, κάθισμα, καθίζω, φιλοξενήσει, φιλοξενήσουν, φιλοξενούν, ...
  • ворог στα ελληνικά - εχθρός, vorog
  • голодный στα ελληνικά - πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
Τυχαίες λέξεις
Срамить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση