Ссыпать στα ελληνικά
Μετάφραση: ссыпать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίχνω, απολύω, βάζω, χιμώ, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Μεταφράσεις
- автоинспектор στα ελληνικά - δοσοληψία, κυκλοφορία, αστυνόμος, αστυφύλακας, επιθεωρητής, επιθεωρητή, ελεγκτής, ...
- взаимоисключающий στα ελληνικά - αμοιβαία, αμοιβαίως, μεταξύ τους, κοινού, αμοιβαίας
- вспоминать στα ελληνικά - σκέπτομαι, αναπολώ, θυμάμαι, αναφορά, νομίζω, αναφέρω, σκέφτομαι, ...
- забавлять στα ελληνικά - διασκεδάζω, φιλοξενώ, ψυχαγωγώ, παρεκτρέπω, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Ссыпать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίχνω, απολύω, βάζω, χιμώ, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Μεταφράσεις: ρίχνω, απολύω, βάζω, χιμώ, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε