Старуха στα ελληνικά

Μετάφραση: старуха, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλαιός, γέρικος, γιαγιά, μωρό, γέρος, γυναίκα, βαβά, γκόμενα, γριά, ηλικιωμένη γυναίκα, old γυναίκα, ηλικιωμένη γυναίκα που, γριά που
Старуха στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бидон στα ελληνικά - κουτί, καρδάρα, μπορώ, ταράζω, νερό, νερού, ύδατος, ...
  • выкалывать στα ελληνικά - βάζω, τοποθετώ, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω
  • гормональный στα ελληνικά - ορμονικές, ορμονική, ορμονικά, ορμονικών, ορμονικής
  • забрызганный στα ελληνικά - τσαπατσούλης, λερωμένος, την ταλαιπωρημένη
Τυχαίες λέξεις
Старуха στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλαιός, γέρικος, γιαγιά, μωρό, γέρος, γυναίκα, βαβά, γκόμενα, γριά, ηλικιωμένη γυναίκα, old γυναίκα, ηλικιωμένη γυναίκα που, γριά που