Схватить στα ελληνικά
Μετάφραση: схватить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζομαι, παλεύω, καταλαμβάνω, δραστηριοποιούμαι, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, λαβή, κατάσχω, κράτημα, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бастр στα ελληνικά - καστανή ζάχαρη, μαύρη ζάχαρη, καφετιά ζάχαρη, καφέ ζάχαρη, καφετιάς ζάχαρης
- ванта στα ελληνικά - παιδί, τύπος, άνθρωπος, τύπο, ο τύπος, άντρας
- дерматин στα ελληνικά - δερματίνη, από δερματίνη, δερματίνης
- доброхот στα ελληνικά - Dobrokhotov
Τυχαίες λέξεις
Схватить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζομαι, παλεύω, καταλαμβάνω, δραστηριοποιούμαι, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, λαβή, κατάσχω, κράτημα, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις: αρπάζομαι, παλεύω, καταλαμβάνω, δραστηριοποιούμαι, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, λαβή, κατάσχω, κράτημα, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα