Считаться στα ελληνικά
Μετάφραση: считаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβάλλω, τιμή, αναλογία, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аббат στα ελληνικά - μονή, αβαείο, ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
- декартовский στα ελληνικά - καρτεσιανό, καρτεσιανή, καρτεσιανές, Καρτεσιανού, Καρτεσιανών
- дефиниция στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
- дивиденд στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
Τυχαίες λέξεις
Считаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβάλλω, τιμή, αναλογία, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Μεταφράσεις: αναβάλλω, τιμή, αναλογία, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει