Твердолобый στα ελληνικά

Μετάφραση: твердолобый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουντός, μουχρός, βαρετός, πυκνός, πληκτικός, συντηρητικός, σκληροπυρηνικοί, αδιάλλακτους, σκληροπυρηνικούς, σε σκληροπυρηνικούς
Твердолобый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воодушевить στα ελληνικά - εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
  • вправление στα ελληνικά - αναγωγή, περιστολή, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
  • гектограф στα ελληνικά - πολύγραφος
  • духовник στα ελληνικά - εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή
Τυχαίες λέξεις
Твердолобый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουντός, μουχρός, βαρετός, πυκνός, πληκτικός, συντηρητικός, σκληροπυρηνικοί, αδιάλλακτους, σκληροπυρηνικούς, σε σκληροπυρηνικούς