Телохранитель στα ελληνικά

Μετάφραση: телохранитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιστάτης, θυρωρός, κηδεμόνας, σωματοφύλακας, σωματοφύλακα, σωματοφυλακή, σωματοφύλακά, σωματοφυλακής
Телохранитель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автоматический στα ελληνικά - αυτοματικός, αυτόματο, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
  • вражеский στα ελληνικά - δυσμενής, εχθρός, εχθρό, εχθρού, του εχθρού, τον εχθρό
  • галлюцинировать στα ελληνικά - παραισθήσεις, hallucinate, έχουμε παραισθήσεις, έχουν ψευδαισθήσεις, παραίσθηση
  • гнев στα ελληνικά - θυμός, λυσσομανώ, φουντώνω, φούρκα, οργή, θερμαίνω, ζέστη, ...
Τυχαίες λέξεις
Телохранитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιστάτης, θυρωρός, κηδεμόνας, σωματοφύλακας, σωματοφύλακα, σωματοφυλακή, σωματοφύλακά, σωματοφυλακής