Σωματοφύλακας στα ρωσικά

Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телохранитель, блюститель, дружинник, эскорт, дружина, охранник, телохранителем, телохранителя, телохранителей
Σωματοφύλακας στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας

σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας ρωσικά, σωματοφύλακας στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • σωματικά στα ρωσικά - физический, полностью, телесный, всецело, вполне, целиком, отлично, ...
  • σωματικός στα ρωσικά - материальный, физический, насильственный, телесный, предметный, физическая, физической, ...
  • σωπαίνω στα ρωσικά - молчок, преодолевать, молчание, тишь, тишина, безмолвие, держать, ...
  • σωρευτικός στα ρωσικά - накопленный, кумулятивный, совокупный, совокупная, совокупное, кумулятивная
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: телохранитель, блюститель, дружинник, эскорт, дружина, охранник, телохранителем, телохранителя, телохранителей