Тесниться στα ελληνικά

Μετάφραση: тесниться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκουντώ, πλήθος, συναθροίζομαι, σπρώχνω, συρρέω, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους
Тесниться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балует στα ελληνικά - Pampers, περιποιείται, τα Pampers, των Pampers, καλομάθει
  • бонвиван στα ελληνικά - bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, οι Bon
  • взмыленный στα ελληνικά - αφρώδης, αφρώδες, αφρώδους, αφρώδη, foamy
  • винительный στα ελληνικά - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
Τυχαίες λέξεις
Тесниться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκουντώ, πλήθος, συναθροίζομαι, σπρώχνω, συρρέω, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους