Трещать στα ελληνικά

Μετάφραση: трещать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραγίζω, ράγισμα, τρίξιμο, ρωγμή, φτύνω, πτύω, κράζω, κροτάλισμα, τριζοβολώ, σπάζω, καμποτίνος, ρωγμής, κρακ, ρωγμών, crack
Трещать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алогичность στα ελληνικά - ανωμαλία, παραλογισμός, παραλογισμό, Έλλειψη λογικής, άτοπες, Έλλειψη λογικής όσον
  • ветвящийся στα ελληνικά - διακλάδωση, διακλάδωσης, διακλαδώσεως, διακλαδώσεις, διακλαδώσεων
  • джо στα ελληνικά - Joe, Τζο, Ο Joe, τον Joe, του Joe
  • живучий στα ελληνικά - σκληροτράχηλος, εδραίος, εταιρία, σταθερός, σκληρός, δύσκολος, επιβιώσιμες, ...
Τυχαίες λέξεις
Трещать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραγίζω, ράγισμα, τρίξιμο, ρωγμή, φτύνω, πτύω, κράζω, κροτάλισμα, τριζοβολώ, σπάζω, καμποτίνος, ρωγμής, κρακ, ρωγμών, crack