Трунить στα ελληνικά

Μετάφραση: трунить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χλευάζω, περιγελώ, πιτσιρίκος, σκέρτσο, σαρκάζω, γελοιοποιώ, διασυρμός, παιδί, κατσικάκι, αστείο, Troon, Τρουν, Τρώων, το Troon, Η Troon
Трунить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бондарня στα ελληνικά - βαρελοποίια, βαρελοποιείο, βαρελάδικα, βαρελοποιία, βαρελοποιίας
  • брудер στα ελληνικά - brooder, επωαστική μηχανή, τεχνητής επώασης με, τεχνητής επώασης
  • гребёнка στα ελληνικά - χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
  • духовенство στα ελληνικά - υπουργείο, πήζω, ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Τυχαίες λέξεις
Трунить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χλευάζω, περιγελώ, πιτσιρίκος, σκέρτσο, σαρκάζω, γελοιοποιώ, διασυρμός, παιδί, κατσικάκι, αστείο, Troon, Τρουν, Τρώων, το Troon, Η Troon