Тянуться στα ελληνικά
Μετάφραση: тянуться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχίζομαι, καθυστερώ, γερανός, εκτείνομαι, βραδυπορώ, σκουπίζω, τεντώνομαι, σαρώνω, επιμένω, επενδύω, εκτείνω, γραμμή, καμπύλη, τρέχω, τεντώνω, πηγαίνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архаизм στα ελληνικά - αρχαϊσμός, αρχαϊσμό, αρχαϊσμού, τον αρχαϊσμό, έναν αρχαϊσμό
- великолепие στα ελληνικά - φλόγες, ομορφιά, δόξα, καλλονή, μεγαλείο, κράτος, κρατίδιο, ...
- гипноз στα ελληνικά - ύπνωση, ύπνωσης, την ύπνωση, η ύπνωση, της ύπνωσης
- гусиный στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
Τυχαίες λέξεις
Тянуться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχίζομαι, καθυστερώ, γερανός, εκτείνομαι, βραδυπορώ, σκουπίζω, τεντώνομαι, σαρώνω, επιμένω, επενδύω, εκτείνω, γραμμή, καμπύλη, τρέχω, τεντώνω, πηγαίνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις: συνεχίζομαι, καθυστερώ, γερανός, εκτείνομαι, βραδυπορώ, σκουπίζω, τεντώνομαι, σαρώνω, επιμένω, επενδύω, εκτείνω, γραμμή, καμπύλη, τρέχω, τεντώνω, πηγαίνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση