Γερανός στα ρωσικά
Μετάφραση: γερανός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кран, тянуться, журавль, сифон, крана, кран в, кранов
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γερανός
γερανός μηχάνημα, γερανός στη λάρνακα, γερανός ανύψωσης ασθενών, γερανός λάρνακα, γερανός οριγκάμι, γερανός λεξικό γλώσσας ρωσικά, γερανός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- γεράνι στα ρωσικά - герань, журавельник, герани, геранью, гераниевое
- γερακάρης στα ρωσικά - сокольничий, Gerakaris
- γεροδεμένος στα ρωσικά - плотный, крепкий, дородный, рослый, обвязки, стреппинг, обвязочная, ...
- γεροντικός στα ρωσικά - дряхлый, старческий, стариковский, старческого, старческое, старческая, старческой
Τυχαίες λέξεις
Γερανός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: кран, тянуться, журавль, сифон, крана, кран в, кранов
Μεταφράσεις: кран, тянуться, журавль, сифон, крана, кран в, кранов