Удовлетворение στα ελληνικά
Μετάφραση: удовлетворение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευχαριστημένος, εντρυφώ, ικανοποιημένος, ευφροσύνη, ηδονή, αρέσκεια, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, ικανοποιημένο, χαρά, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адмиралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, ναυαρχία, Admiralty, Ναυτικό Δίκαιο, ναυαρχείου
- выхлестать στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, vyhlestat
- дезабилье στα ελληνικά - ατημέλητη ενδυμασία
- дошкольник στα ελληνικά - προσχολική, προσχολικής ηλικίας, προσχολικής, παιδιά προσχολικής, παιδικό σταθμό
Τυχαίες λέξεις
Удовлетворение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευχαριστημένος, εντρυφώ, ικανοποιημένος, ευφροσύνη, ηδονή, αρέσκεια, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, ικανοποιημένο, χαρά, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
Μεταφράσεις: ευχαριστημένος, εντρυφώ, ικανοποιημένος, ευφροσύνη, ηδονή, αρέσκεια, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, ικανοποιημένο, χαρά, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του