Ικανοποίηση στα ρωσικά

Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удовлетворенность, удовольствие, удовлетворение, сатисфакция, расплата, удовлетворенности, соответствие, удовлетворения
Ικανοποίηση στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση

ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας ρωσικά, ικανοποίηση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ιθύνω στα ρωσικά - норма, владеть, управлять, влиять, царствовать, налиновать, разлиновать, ...
  • ικανά στα ρωσικά - умело, искусно, ловко, талантливо, квалифицированно, умно, способный, ...
  • ικανοποιημένο στα ρωσικά - содержание, удовлетворять, оглавление, емкость, довольство, удовольствие, согласный, ...
  • ικανοποιημένος στα ρωσικά - емкость, сущность, смысл, довольство, согласный, удовлетворенный, доля, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: удовлетворенность, удовольствие, удовлетворение, сатисфакция, расплата, удовлетворенности, соответствие, удовлетворения