Укреплять στα ελληνικά
Μετάφραση: укреплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθερός, εδραιώνω, μετερίζι, ενισχύω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, προμαχώνας, ακτή, σφίγγω, εμπεδώνω, έπαλξη, φτιάχνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бойкот στα ελληνικά - απεργία, μποϋκοτάρω, χτυπώ, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, ...
- вдовый στα ελληνικά - χήρος, χήρα, χήρες, χηρευσάντων, χήροι
- вторить στα ελληνικά - αντήχηση, παίζω, αντηχώ, παριστάνω, τραγουδώ, αντιλαλώ, έργο, ...
- доверяться στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Τυχαίες λέξεις
Укреплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθερός, εδραιώνω, μετερίζι, ενισχύω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, προμαχώνας, ακτή, σφίγγω, εμπεδώνω, έπαλξη, φτιάχνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Μεταφράσεις: σταθερός, εδραιώνω, μετερίζι, ενισχύω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, προμαχώνας, ακτή, σφίγγω, εμπεδώνω, έπαλξη, φτιάχνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση