Унифицировать στα ελληνικά

Μετάφραση: унифицировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοποιώ, ενοποίηση, ενοποιήσει, ενοποιήσουμε, ενοποιήσουν, την ενοποίηση
Унифицировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бикини στα ελληνικά - μπικίνι, του μπικίνι, bikini, μπικίνι που, μπικίνι για
  • бязь στα ελληνικά - αλεύκαστο, αλεύκαστα, φυσικής χροιάς, αλευκάστου, αλεύκαστων
  • двоеточие στα ελληνικά - άνω κάτω τελεία, παχέος εντέρου, κόλον, του παχέος εντέρου, άνω και κάτω τελεία
  • дурной στα ελληνικά - κουτός, κακός, άτακτος, άμυαλος, χαζός, μουχρός, πληκτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Унифицировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοποιώ, ενοποίηση, ενοποιήσει, ενοποιήσουμε, ενοποιήσουν, την ενοποίηση