Унылый στα ελληνικά
Μετάφραση: унылый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, βαρετός, ανεμοδαρμένος, διαμέρισμα, υγρός, θλιβερός, μοναχικός, ζοφερός, μελαγχολικός, επίπεδος, νωπός, απαισιόδοξος, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бочарничать στα ελληνικά - βαρελάς, βαγενάς, bocharnichat
- варево στα ελληνικά - βράσιμο, μαγειρεύω, βράζω, ποτό, ετοιμάζω, βρασμού, ρόφημα, ...
- всюду στα ελληνικά - γενικός, γύρω, ποδιά, παντού, συνολικός, κόσμο, οπουδήποτε, ...
- гомеровский στα ελληνικά - ομηρικός, ομηρικά, ομηρική, ομηρικό, ομηρικών
Τυχαίες λέξεις
Унылый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, βαρετός, ανεμοδαρμένος, διαμέρισμα, υγρός, θλιβερός, μοναχικός, ζοφερός, μελαγχολικός, επίπεδος, νωπός, απαισιόδοξος, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Μεταφράσεις: γυμνός, βαρετός, ανεμοδαρμένος, διαμέρισμα, υγρός, θλιβερός, μοναχικός, ζοφερός, μελαγχολικός, επίπεδος, νωπός, απαισιόδοξος, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή