Уравнивать στα ελληνικά

Μετάφραση: уравнивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπεδο, αναπληρώνω, αντισταθμίζω, εξισώνω, λείος, εξισώσει, εξισωθούν, να εξισώσει, την εξίσωση, εξισωθεί
Уравнивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балтийский στα ελληνικά - βαλτική, Βαλτικής, της Βαλτικής, βαλτικό, της Βαλτικής και
  • возгонка στα ελληνικά - απόσταξη, εξάχνωση, εξάχνωσης, εξαχνώσεως, την εξάχνωση, sublimation
  • вызволить στα ελληνικά - απαλλάσσω, βοηθός, εξαγοράζω, αθωώνω, βοήθεια, αυτεξούσιος, αποκτώ, ...
  • генетта στα ελληνικά - Genet, Ζενέ, Οβηβί, Οεηεί
Τυχαίες λέξεις
Уравнивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπεδο, αναπληρώνω, αντισταθμίζω, εξισώνω, λείος, εξισώσει, εξισωθούν, να εξισώσει, την εξίσωση, εξισωθεί