Уравновешенный στα ελληνικά
Μετάφραση: уравновешенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόμα, ίσος, σταθερός, ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антропоморфизм στα ελληνικά - ανθρωπομορφισμός, ανθρωπομορφισμού, ανθρωπομορφισμό, του ανθρωπομορφισμού, τον ανθρωπομορφισμό
- бездонный στα ελληνικά - απύθμενος, άπατος, φοβερός, απύθμενο, πυθμένα, χωρίς πυθμένα, πάτο
- женщина-охотник στα ελληνικά - κυνηγός, Huntress, κυνηγό
- житейский στα ελληνικά - ζωτικός, ουσιώδης, καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Τυχαίες λέξεις
Уравновешенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόμα, ίσος, σταθερός, ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης
Μεταφράσεις: ακόμα, ίσος, σταθερός, ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης