Утомительность στα ελληνικά

Μετάφραση: утомительность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, κούραση, πλήξη, κόπος, μονοτονία
Утомительность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • верткий στα ελληνικά - εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, ευκίνητο, ευκίνητα, ευκίνητη, ευκίνητες
  • гюйс στα ελληνικά - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
  • жалящий στα ελληνικά - παραδόπιστος, δηκτικός, τσούξιμο, τσιμπήματος, τσίμπημα, το τσίμπημα
  • жать στα ελληνικά - συνωστισμός, θερίζω, κοπή, στύβω, πρεσάρω, πιέζω, κόβω, ...
Τυχαίες λέξεις
Утомительность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, κούραση, πλήξη, κόπος, μονοτονία