Ушат στα ελληνικά
Μετάφραση: ушат, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπιοκάραβο, δοχείο, κουβάς, μπάνιο, κάδος, μπανιέρα, ντουζιέρα, μπανιέρας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втроем στα ελληνικά - όλος, όλες, όλα, και οι τρεις, οι τρεις, και τα τρία, τα τρία, ...
- вьетнамка στα ελληνικά - Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
- гласить στα ελληνικά - διαβάζω, τρέχω, μιλώ, λέω, κρένω, ομιλία, ανάγνωση, ...
- домушник στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
Τυχαίες λέξεις
Ушат στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπιοκάραβο, δοχείο, κουβάς, μπάνιο, κάδος, μπανιέρα, ντουζιέρα, μπανιέρας
Μεταφράσεις: σαπιοκάραβο, δοχείο, κουβάς, μπάνιο, κάδος, μπανιέρα, ντουζιέρα, μπανιέρας