Фальсифицировать στα ελληνικά
Μετάφραση: фальсифицировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιατρός, στραμπουλίζω, στρεβλώνω, καμπή, νοθεύω, αλλοιώνω, πλοκή, στροφή, παραποιώ, πλαστογράφηση, παραποιούν, την πλαστογράφηση, διαψεύσει, την παραποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банкомет στα ελληνικά - τραπεζίτης, τραπεζίτη, τράπεζα, τραπεζικής, τράπεζας
- беззаботность στα ελληνικά - απροσεξία, απροσεξίας, αμέλεια, αμέλειας, ανεμελιά
- волнистый στα ελληνικά - σγουρός, σπαστός, κατσαρός, κυματώδης, κυματιστός, κυματιστές, κυματοειδείς, ...
- выздоровевший στα ελληνικά - ανακτηθεί, ανάκτηση, ανακτώνται, ανακτάται, ανακτηθούν
Τυχαίες λέξεις
Фальсифицировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιατρός, στραμπουλίζω, στρεβλώνω, καμπή, νοθεύω, αλλοιώνω, πλοκή, στροφή, παραποιώ, πλαστογράφηση, παραποιούν, την πλαστογράφηση, διαψεύσει, την παραποίηση
Μεταφράσεις: ιατρός, στραμπουλίζω, στρεβλώνω, καμπή, νοθεύω, αλλοιώνω, πλοκή, στροφή, παραποιώ, πλαστογράφηση, παραποιούν, την πλαστογράφηση, διαψεύσει, την παραποίηση