Фармацевтический στα ελληνικά

Μετάφραση: фармацевтический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
Фармацевтический στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • величественность στα ελληνικά - μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια, μεγαλειότητα, το μεγαλείο, Αυτού Μεγαλειότητας
  • воспылать στα ελληνικά - φλόγες, είναι φλεγμονή, να είναι φλεγμονή, είναι φλογισμένο
  • гурьба στα ελληνικά - συμμορία, ομάδα, όχλος, συγκρότημα, αγέλη, πλήθος, όμιλος, ...
  • дисгармония στα ελληνικά - βαζάκι, έλλειψη αρμονίας, δυσαρμονία, δυσαρμονίας, η δυσαρμονία, τη δυσαρμονία
Τυχαίες λέξεις
Фармацевтический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής