Физический στα ελληνικά

Μετάφραση: физический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσικός, σωματικός, σωματικά, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής
Физический στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баккара στα ελληνικά - Μπακαρά, baccarat, μπακαράδων, μπακαράς, του μπακαρά
  • банкротство στα ελληνικά - εναιώρημα, σπάζω, προσκρούω, ανακοπή, κραχ, θρυμματίζω, αποτυχία, ...
  • взрослеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
  • декольтированный στα ελληνικά - χαμηλές λαιμό
Τυχαίες λέξεις
Физический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσικός, σωματικός, σωματικά, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής