Фюзеляж στα ελληνικά
Μετάφραση: фюзеляж, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέλυφος, άτρακτος, ατράκτου, άτρακτο, της ατράκτου, ατράκτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- археолог στα ελληνικά - αρχαιολόγος, αρχαιολόγο, αρχαιολόγου, ο αρχαιολόγος, τον αρχαιολόγο
- выдать στα ελληνικά - εκδίδω, αρουραίος, ξοδεύω, τεύχος, δημοσιεύω, δίνω, θέμα, ...
- единоличный στα ελληνικά - προσωπικός, ατομικός, πέλμα, γλώσσα, άτομο, σόλα, μόνος, ...
- жужжать στα ελληνικά - βουίζω, κηφήνας, βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
Τυχαίες λέξεις
Фюзеляж στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέλυφος, άτρακτος, ατράκτου, άτρακτο, της ατράκτου, ατράκτων
Μεταφράσεις: κέλυφος, άτρακτος, ατράκτου, άτρακτο, της ατράκτου, ατράκτων