Άτρακτος στα ρωσικά

Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фюзеляж, шпиндель, шпинделя, шпиндельный, веретено, вал
Άτρακτος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτρακτος

ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας ρωσικά, άτρακτος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • άτομο στα ρωσικά - человек, единоличный, личность, особа, персона, дифференцированный, крупица, ...
  • άτονος στα ρωσικά - бездеятельный, вялый, мешкотный, медлительный, медленный, нерасторопный, ленивый, ...
  • άτρωτος στα ρωσικά - гарантированный, свободный, неприкосновенный, иммунный, освобожденный, невосприимчивый, вольный, ...
  • άτυπος στα ρωσικά - атипический, нетипичный, неформальный, неофициальный, неофициальная, неформальной, неформальная
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: фюзеляж, шпиндель, шпинделя, шпиндельный, веретено, вал