Хранить στα ελληνικά
Μετάφραση: хранить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, εξακολουθώ, κρύβω, συντηρώ, μαγαζί, διατηρώ, αποθηκεύω, διασώζω, κατακρατώ, κρύβομαι, κρατώ, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездействующий στα ελληνικά - αργόσχολος, παθητικός, αδρανής, λιμνάζων, άνεργος, στάσιμος, τεμπέλης, ...
- видоизменяемость στα ελληνικά - vidoizmenyaemost
- выдержанность στα ελληνικά - ωριμότητα, ωριμότης
- довольство στα ελληνικά - ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, πλούτος, αφθονία, άφθονος, ευγονία, ...
Τυχαίες λέξεις
Хранить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, εξακολουθώ, κρύβω, συντηρώ, μαγαζί, διατηρώ, αποθηκεύω, διασώζω, κατακρατώ, κρύβομαι, κρατώ, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Μεταφράσεις: βάζω, εξακολουθώ, κρύβω, συντηρώ, μαγαζί, διατηρώ, αποθηκεύω, διασώζω, κατακρατώ, κρύβομαι, κρατώ, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση