Хрустящий στα ελληνικά
Μετάφραση: хрустящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραγανιστός, ξηρός, τσουχτερός, τραγανός, τραγανή, τραγανό, καθαρό, ευκρινείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бронх στα ελληνικά - βρόγχος, βρόγχο, βρόγχου, βρόγχων, των βρόγχων
- буер στα ελληνικά - βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
- воспроизведение στα ελληνικά - αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, η αναπαραγωγή, της αναπαραγωγής
- детёныш στα ελληνικά - μωρό, νεογνό ζώου, σκύμνος, CUB, λιονταράκι, νεογέννητο
Τυχαίες λέξεις
Хрустящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραγανιστός, ξηρός, τσουχτερός, τραγανός, τραγανή, τραγανό, καθαρό, ευκρινείς
Μεταφράσεις: τραγανιστός, ξηρός, τσουχτερός, τραγανός, τραγανή, τραγανό, καθαρό, ευκρινείς