Цемент στα ελληνικά
Μετάφραση: цемент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιμέντο, μπετό, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бюстгальтер στα ελληνικά - σουτιέν, στηθόδεσμο, στηθοδέσμων, bra, το σουτιέν
- воззрение στα ελληνικά - σκέψη, πειθώ, φαίνομαι, νόμιζα, άποψη, γνώμη, κοιτάζω, ...
- высев στα ελληνικά - σπορά, σποράς, τη σπορά, την σπορά, εμβολιασμού
- гербарий στα ελληνικά - συλλογή ξηρών βοτάνων, ερμπαρίου, φυτολογίων, βοτανολόγιο, φυτολογίου
Τυχαίες λέξεις
Цемент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιμέντο, μπετό, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
Μεταφράσεις: τσιμέντο, μπετό, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας