Τσιμέντο στα ρωσικά

Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цемент, цементироваться, замазка, цементировать, зацементировать, вмазывать, цемента, цементный, цементного, цементной
Τσιμέντο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιμέντο

τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας ρωσικά, τσιμέντο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκούνης στα ρωσικά - норовистый, пакостный, средство, богатство, скупой, плохой, худой, ...
  • τσιλιαδόρος στα ρωσικά - караул, часовой, наблюдение, вид, перспектива, высматривать, быть осторожным, ...
  • τσιμπίδα στα ρωσικά - цанги, щипцы, клещи, кусачки, кусачки для, щипцами
  • τσιμπιδάκι στα ρωσικά - подковырка, шпилька, заколка, булавка, заколка для волос, Hairgrip
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: цемент, цементироваться, замазка, цементировать, зацементировать, вмазывать, цемента, цементный, цементного, цементной