Шпон στα ελληνικά
Μετάφραση: шпон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλυβδος, ηγούμαι, λουρί, λούστρο, καπλαμά, καπλαμάς, καπλαμάδες, καπλαμάδων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балансировка στα ελληνικά - εξισορρόπηση, εξισορρόπησης, στάθμιση, ζυγοστάθμισης, την εξισορρόπηση
- баптист στα ελληνικά - Προδρόμου, Πρόδρομος, Βαπτιστή, Βαπτιστής, Baptist
- вмешать στα ελληνικά - ανακατώνω, μίγμα, αναμιγνύω, ανακατεύω, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ...
- вычислительный στα ελληνικά - υπολογιστική, υπολογιστικές, υπολογιστικών, υπολογιστικής, υπολογιστικό
Τυχαίες λέξεις
Шпон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλυβδος, ηγούμαι, λουρί, λούστρο, καπλαμά, καπλαμάς, καπλαμάδες, καπλαμάδων
Μεταφράσεις: μόλυβδος, ηγούμαι, λουρί, λούστρο, καπλαμά, καπλαμάς, καπλαμάδες, καπλαμάδων