Шуршать στα ελληνικά

Μετάφραση: шуршать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρόισμα, κροταλίζω, μαστιγώνω, κραδαίνω, θροισμάτων, swish
Шуршать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • богохульник στα ελληνικά - βλάσφημος, βλάσφημο, βλάσφημου
  • ганец στα ελληνικά - Γκάνα, τη Γκάνα, Γκάνας, από τη Γκάνα, της Γκάνας
  • гармонический στα ελληνικά - αρμονικός, αρμονική, αρμονικών, αρμονικές, αρμονικής
  • гипноз στα ελληνικά - ύπνωση, ύπνωσης, την ύπνωση, η ύπνωση, της ύπνωσης
Τυχαίες λέξεις
Шуршать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρόισμα, κροταλίζω, μαστιγώνω, κραδαίνω, θροισμάτων, swish