Эконом στα ελληνικά
Μετάφραση: эконом, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονόμος, θαλαμηπόλος, οικονομολόγος, επιστάτης, οικονομία, Οικονομίας, οικονομία της, Economy, οικονομίας της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездейственный στα ελληνικά - απραξία, παθητικός, μάταιος, ματαιόδοξος, μάταια, μάταιη, μάταιες
- взятие στα ελληνικά - σπασμός, αιχμαλωτίζω, λήψη, αιχμαλωσία, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, ...
- дом-автоприцеп στα ελληνικά - τροχόσπιτο, Σπίτι, Σώμα, το σπίτι, Σώματος, Κατοικία
- домовитый στα ελληνικά - φειδωλός, προσεκτικός, housewifely
Τυχαίες λέξεις
Эконом στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονόμος, θαλαμηπόλος, οικονομολόγος, επιστάτης, οικονομία, Οικονομίας, οικονομία της, Economy, οικονομίας της
Μεταφράσεις: οικονόμος, θαλαμηπόλος, οικονομολόγος, επιστάτης, οικονομία, Οικονομίας, οικονομία της, Economy, οικονομίας της