Эксплуатировать στα ελληνικά

Μετάφραση: эксплуатировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέχω, αξιοποιώ, λειτουργώ, εγχειρίζω, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Эксплуатировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • агат στα ελληνικά - αχάτη, αχάτης, agate, από αχάτη
  • балбес στα ελληνικά - bonehead
  • бона στα ελληνικά - συγκολλώ, δεσμός, συνδέω, Bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, ...
  • дисгармонировать στα ελληνικά - βρίσκομαι, προσκρούω, διανύω, αντιπαράθεση, είμαι, κλαγγή, βαζάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Эксплуатировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέχω, αξιοποιώ, λειτουργώ, εγχειρίζω, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει